ανέκδοτος

ανέκδοτος
-η, -ο
1. αυτός που δεν εκδόθηκε, δε δημοσιεύτηκε: Πολλές σημαντικές μελέτες του ήταν ακόμη ανέκδοτες.
2. το ουδ. ως ουσ., το ανέκδοτο σύντομη αφήγηση χαρακτηριστικού επεισοδίου, συνήθως εύθυμου, που αναφέρεται σε ιστορικό πρόσωπο και διασώθηκε με την προφορική παράδοση: Μας είπε ένα ωραιότατο ανέκδοτο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀνέκδοτος — not given in marriage masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανέκδοτος — η, ο (AM ἀνέκδοτος, ον) αυτός που δεν έχει εκδοθεί, ο αδημοσίευτος νεοελλ. 1. (για εγκληματίες) εκείνος που δεν έχει εκδοθεί, δεν έχει παραδοθεί από ένα κράτος σε άλλο για να δικαστεί ή να εκτίσει ποινή η οποία του επιβλήθηκε ερήμην 2. το ουδ. ως …   Dictionary of Greek

  • ἀνέκδοτον — ἀνέκδοτος not given in marriage masc/fem acc sg ἀνέκδοτος not given in marriage neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκδότου — ἀνέκδοτος not given in marriage masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκδότους — ἀνέκδοτος not given in marriage masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκδότων — ἀνέκδοτος not given in marriage masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέκδοτα — ἀνέκδοτος not given in marriage neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέκδοτοι — ἀνέκδοτος not given in marriage masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АРСЕНИЙ АВТОРИАН — [греч. ̓Αρσένιος Αὐτωρειανός] (1200, К поль 30.09.1273, Проконис), свт., Патриарх К польский (нояб. 1254 февр. или март 1260; июнь 1261 1265). Происходил из знатной к польской семьи Феодора (или Алексея) Агаллиана, судьи дрома, и Ирины Каматиры.… …   Православная энциклопедия

  • ДИМИТРИЙ СОЛУНСКИЙ — († ок. 306), вмч. (пам. 26 окт.), один из наиболее чтимых святых в правосл. мире, покровитель г. Фессалоника (слав. Солунь). Греки именуют Д. С. Мироточцем (ὁ μυροβλύτης / μυροβλήτης), т. к. его мощи источали миро, а в визант. текстах… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”